- πυροβολείο
- τοοχύρωμα ή διαμέρισμα πλοίου από όπου βάλλουν τα πυροβόλα, αλλ. κανονιοστάσιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυροβολείο — το, Ν στρ. οχυρωματικό έργο από το οποίο εκτελούν βολή τα πυροβόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλο. Η λ., στον λόγιο τ. πυροβολεῖον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ὀνοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
επίφρακτος — ο [επιφράσσω] 1. καλυμμένος από πάνω, σκεπαστός 2. ναυτ. φρ. α) «επίφρακτο πυροβολείο» το πυροβολείο πολεμικού πλοίου μεταξύ καταστρώματος και υποστρώματος β) «επίφρακτος δρόμων» είδος πολεμικού πλοίου που δεν διαθέτει πυροβόλο πάνω στο… … Dictionary of Greek
επάκτιος — α, ο (Α ἐπάκτιος, α, ον και ος, ον) αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στην ακτή, παράλιος, παραθαλάσσιος (α. «νέμος ἐπάκτιον», άλσος παραθαλάσσιο Σοφ.) β. «επάκτιο πυροβολείο») νεοελλ. 1. «επάκτια οστά» βλ. επακταία οστά 2. ναυτ. «επάκτια… … Dictionary of Greek
κανονιοστάσιο — το το πυροβολείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. κανονιοστάσιο αντί τού αναμενομένου κανονοστάσιο (βλ. λ. κανονιοβολώ) κανόνι(Ι) + στάσιο (< ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. ἔ στα μεν, στατός, + κατάλ. σιο), πρβλ. εικονο στάσιο, εργο στάσιο] … Dictionary of Greek
κουλούρα — I Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου. 1. Μικρό νησί ανάμεσα στο λιμάνι της Μεθώνης και στο επίσης μικρό νησί Σαπιέντζα. Επί ενετοκρατίας ήταν οχυρωμένο με ισχυρό πυροβολείο. 2. Μικρό νησί στη δυτική άκρη του βόρειου τμήματος της Σκύρου. 3. Ύφαλος των… … Dictionary of Greek
μονόκροτος — η, ο (Α μονόκροτος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μονόκροτο είδος πολεμικού πλοίου το οποίο έχει ένα επίφρακτο πυροβολείο αρχ. (για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κρότος (< κροτῶ), πρβλ. υψί κροτος] … Dictionary of Greek
μπούρτζι — Γραφικό μικρό νησί κοντά στην παραλία του Ναυπλίου. Στο νησί υπάρχει κάστρο, που αποτελεί αξιοθέατο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ναυπλιέων. Το νησάκι Μπούρτζι στο Ναύπλιο. * * * το πυροβολείο ή φρούριο που βρίσκεται πάνω σε νησάκι και… … Dictionary of Greek
ολμοστάσιο — το πυροβολείο εξοπλισμένο με ολμοβόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλμος + στάσιο (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. οπλο στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. ολμοστάσιον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
πρυμναίος — α, ο / πρυμναῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στην πρύμνη, πρυμιός (α. «πρυμναίο πυροβολείο» β. «πρυμναῑα χαλινὰ οἰήκων», Οππ. Αλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμναία όλα τα εξαρτήματα ή τα σκεύη τού πλοίου που βρίσκονται προς το… … Dictionary of Greek
τηλεβολοστάσιο — το, Ν πυροβολείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεβόλο + στάσιο (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. μηχανο στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεβολοστάσιον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek